- πανάγρυπνος
- παν-άγρυπνος, ον,A all-wakeful,
μέριμνα AP7.195
(Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέριμνα AP7.195
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανάγρυπνος — πανάγρυπνος, ον (Α) τελείως άγρυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄγρυπνος] … Dictionary of Greek
παναγρύπνοιο — πανάγρυπνος all wakeful masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγρυπνία — παναγρυπνία, ἡ (Α) [πανάγρυπνος] πλήρης αγρυπνία … Dictionary of Greek